καλυδώνιος

καλυδώνιος
-α, -ο [Καλυδών]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Αιτωλίας Καλυδώνα
2. φρ. μυθ. «καλυδώνιος κάπρος» — ο κάπρος τον οποίο πλήγωσε η Αταλάντη και σκότωσε ο Μελέαγρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Καλυδώνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυδώνιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη ή δάσος της Καλυδώνας: Πολλά διηγούνται για τον Kαλυδώνιο Kάπρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλυδώνιος Κάπρος — Μυθολογικό ον. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ένας αγριόχοιρος με εξαιρετική δύναμη. Τον έστειλε στην Καλυδώνα της Αιτωλίας (βλ. λ. Καλυδών) η Άρτεμη για να εκδικηθεί την ασέβεια του βασιλιά Οινέα, ο οποίος προσέφερε θυσία σε όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • Καλυδωνίων — Καλυδώνιος fem gen pl Καλυδώνιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυδώνιον — Καλυδώνιος masc acc sg Καλυδώνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυδωνίοις — Καλυδώνιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυδωνίου — Καλυδώνιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυδωνίους — Καλυδώνιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυδωνίῳ — Καλυδώνιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλυδώνιοι — Καλυδώνιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”